- προκαθαιρώ
- -έω, ΜΑ [καθαιρῶ]μσν.καθαιρώ κάποιον από το αξίωμά του προηγουμένωςαρχ.καταστρέφω εκ τών προτέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαθαίρω — ΜΑ [καθαίρω] καθαρίζω προηγουμένως, εξαγνίζω εκ τών προτέρων («ψυχή προκεκαθαρμένη», Κλήμ. Αλ.) μσν. (σχετικά με φυτά) κόβω εκ τών προτέρων για καθαρισμό αρχ. (σχετικά με τα λόχια) εκκρίνω πρόωρα … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προκάθαρσις — άρσεως, ἡ, Α [προκαθαίρω] η προηγούμενη ή η προπαρασκευαστική κάθαρση … Dictionary of Greek